διπλαπιλογούμαι

διπλαπιλογούμαι
και διπλοαπιλογούμαι (-έομαι)
(για τη σάλπιγγα) ηχώ απαντώντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ(ο)·* + απιλογούμαι, άλλος τ. τού απολογούμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”